- ασκόλαστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν σχόλασε ακόμη, που δεν σταμάτησε ακόμη τη δουλειά του ή τα μαθήματα («οι εργάτες ή οι μαθητές είναι ακόμη ασκόλαστοι»)2. εκείνος που δεν έχει τελειώσει ακόμη («η λειτουργία είναι ακόμη ασκόλαστη»)3. ο παρατεταμένος, ο ατέλειωτος («ασκόλαστη κουβέντα»).
Dictionary of Greek. 2013.